Αρχές του 16ου π.χ. αιώνα κάνει την εμφάνιση του η πρώτη μορφή μύλου στο νησί της Κύπρου και ήταν ο χειρόμυλος. Στα χρόνια που ακολούθησαν εξελίχτηκε σε νερόμυλο. Τους έκτιζαν κοντά σε ποταμιά όπου τον χειμώνα υπήρχε αρκετό νερό για να γυρίσει τις μυλόπετρες. Το καλοκαίρι χρησιμοποιούσαν νερό από πηγάδια το οποίο αποθήκευαν σε μεγάλες υδατοδεξαμενές.
Στην Κύπρο, παρόλο που η περίοδος των βροχών είναι περιορισμένη και τα περισσότερα ποτάμια της είναι χείμαρροι, ο αριθμός των νερόμυλων είναι σχετικά μεγάλος. Αυτό έχει σχέση με την ύπαρξη, την τότε εποχή, τεράστιων υδροφόρων στρωμάτων τα οποία βρίσκονταν σε μικρό βάθος.
Στην τεράστια κοιλάδα που δημιούργησε ο ποταμός Περιστερώνας και σε απόσταση 9 χιλιομέτρων από την εκκλησία των Αγίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνα προς το χωριό Κάτω Μονή υπάρχουν 5 νερόμυλοι.
Στην διοικητική περιοχή του χωριού Ορούντα υπάρχουν δύο, οι οποίοι βρίσκονται πολύ κοντά ο ένας από τον άλλο. Η απόσταση ανάμεσα τους είναι μόνο 350 μέτρα. Οι δύο μύλοι ήταν συνδεδεμένοι με το ίδιο μυλαύλακο και το νερό που έβγαινε από την έξοδο του ενός κατέληγε στο μυλαύλακο του άλλου.
Είναι κτισμένοι με πέτρες του ποταμού και αρχιτεκτονικά φαίνεται να έχουν κτιστεί από τον ίδιο μάστορα, την ίδια εποχή. Ο πρώτος βρίσκεται μόλις 50 μέτρα δυτικά από το Μοναστήρι Αγίου Νικολάου Ορούντας και ο δεύτερος 350 μέτρα βόρεια.
Οι δύο νερόμυλοι είναι κτισμένοι σε γη που κάποτε ανήκε στο μοναστήρι και πιθανόν να ήταν ιδιοκτησία των μοναχών. Η κοιλάδα του ποταμού έχει τεράστιο πλάτος μέσα στο οποίο υπάρχουν μεγάλες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης που στην πλειοψηφία της, τότες, φυτευόταν με σιτηρά. Άρα η ύπαρξη τόσων πολλών νερόμυλων στην περιοχή, εξηγείται.